αρτιογώνιος

αρτιογώνιος
ἀρτιογώνιος, -ον (Α)
αυτός που έχει ζυγό αριθμό γωνιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτιο- (< άρτιος) + -γώνιος < γωνία (πρβλ. ισογώνιος, οξυγώνιος, ορθογώνιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”